- διαστροφέας
- οαυτός που διαστρεβλώνει, παραμορφώνει, διαφθείρει: Ο διαστροφέας των λόγων του κατηγορήθηκε για συκοφαντία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαστροφέας — ο, η (Μ διαστροφεύς) 1. αυτός που διαστρέφει, διαστρεβλώνει κάτι 2. αυτός που κάνει χειρότερο κάτι, διαφθορέας («οἱ δὲ... διαστροφέως πεπειραμένοι», Ευσ.) … Dictionary of Greek
παρατρωτής — ὁ, Α [παρατιτρώσκω] διαστροφέας, διαστρεβλωτής, παραχαράκτης … Dictionary of Greek
παραχαράκτης — ο, ΝΜΑ, παραχαρακτής Α [παραχαράσσω] ο κατασκευαστής κίβδηλων νομισμάτων, ο κιβδηλοποιός νεοελλ. μσν. συνεκδ. αυτός που αλλοιώνει, που διαστρέφει, που παραποιεί, ο διαστροφέας («παραχαράκται τῆς ἀληθείας», Ευστ.) … Dictionary of Greek